ατρίβαστος

ατρίβαστος
ἀτρίβαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική τριβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + *τριβάζω < τρίβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”